- αντισυνταγματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που είναι αντίθετος με το σύνταγμα μιας χώρας: Το δικαστήριο έκρινε ότι ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός. Ουσ., αντισυνταγματικότητα, η η ιδιότητα του αντισυνταγματικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.